επιδιαιτησία

επιδιαιτησία
η высший арбитраж, суперарбитраж

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "επιδιαιτησία" в других словарях:

  • επιδιαιτησία — η διαιτησία σε περίπτωση διαφωνίας ή ισοψηφίας διαιτητών ή εμπειρογνωμόνων …   Dictionary of Greek

  • επιδιαιτησία — η 1. η προσφυγή των ενδιαφερόμενων σε επιδιαιτητή (βλ. λ.) σε περίπτωση διαφωνίας ή ισοψηφίας των διαιτητών. 2. η αμετάκλητη απόφαση του επιδιαιτητή, η διαιτησία του επιδιαιτητή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιδιαιτητικός — ή, ό [επιδιαιτητής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιδιαιτησία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»